-
1 Αυτό είναι άνω ποταμών
( Αυτό) είναι άνω ποταμών• Это ни в какие ворота не лезетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Αυτό είναι άνω ποταμών
-
2 Είναι άνω ποταμών
( Αυτό) είναι άνω ποταμών• Это ни в какие ворота не лезетИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Είναι άνω ποταμών
-
3 ζήτημα
τό1) вопрос, проблема; дело;επίκαιρο ( — ши φλέγον) ζήτημα — актуальный, злободневный, наболевший вопрос;
διαφιλονικούμενο ( — или επίμαχο) ζήτημα — спорный вопрос;
αγροτικό (εθνικό) ζήτημα — крестьянский (национальный) вопрос;
τρέχοντα ζήτήματα — текущие вопросы;
ζωτικό ζήτημα — жизненно важный вопрос;
ζήτήματα της ημέρας — вопросы дня;
ζήτημα τιμής — дело чести;
ζήτημα γούστου — дело вкуса;
τό ζήτημα είναι να... — весь вопрос в том, чтобы...;
αυτό είναι ακριβώς το ζήτ, ότι... — в том то и дело, что...;
λύω το ζήτημα — разрешить вопрос;
δεν είναι ζήτημα — это не проблема;
δεν υπάρχει ζήτημα — здесь нет никакого вопроса, это очень йсно;
αυτό είναι άλλο ζήτημα — это другой вопрос, это другое дело;
θέτω ( — или βάζω) ζήτημα — ставить вопрос;
είναι ζήτημα χρόνου — вопрос времени;
ανακινώ ( — или εγείρω) ζήτημα — поднимать вопрос;
τό έκανε ζήτημα — он сделал из этого целую проблему;
γιά προσωπικό ζήτημα — по личному делу;
2) конфликт, спор, ссора;υπάρχουν πολλά ζήτήματα μεταξύ τους — между ними много спорных вопросов;
δημιουργώ ζήτήματα — создавать конфликты;
3) юр. вопрос присяжному -
4 οὐ
οὐ, the negative ofA fact and statement, as μή of will and thought; οὐ denies, μή rejects; οὐ is absolute, μή relative; οὐ objective, μή subjective. —The same differences hold for all compds. of οὐ and μή, and some examples of οὐδέ and οὐδείς are included below.—As to the Form, v. infr. G.A USAGE.I as the negative of single words,II as the negative of the sentence.I οὐ adhering to single words so as to form a quasi-compd. with them:—with Verbs: οὐ δίδωμι withhold, Il.24.296; οὐκ εἰῶ prevent, 2.132, 4.55, al.; οὐκ ἐθέλω refuse, 1.112, 3.289, al.; οὔ φημι deny, 7.393, 23.668, al. (In most of these uses μή can replace οὐ when the constr. requires it, e.g.εἰ μή φησι ταῦτα ἀληθῆ εἶναι Lycurg.34
; but sts. οὐ is retained,εἰ δ' ἂν.. οὐκ ἐθέλωσιν Il.3.289
;εἰ δέ κ'.. ου'κ εἰῶσι 20.139
;ἐὰν οὐ φάσκῃ Lys.13.76
; ἐάντε.. οὐ (v.l. μή)φῆτε ἐάντε φῆτε Pl. Ap. 25b
):—with Participles:οὐκ ἐθέλων Il.4.224
, 300, 6.165, etc.:— with Adjectives:οὐκ ἀέκοντε 5.366
, 768, al.;οὐ πολλήν Th.6.7
, etc.:— with Adverbs:οὐχ ἥκιστα Id.1.68
, etc.: rarely with Verbal Nouns (v. infr. 11.10).—On the use of οὐ in contrasts, v. infr. B.II as negativing the whole sentence,1 οὐ is freq. used alone, sts. with the ellipsis of a definite Verb, οὔκ (sc. ἀποκερῇ), ἄν γε ἐμοὶ πείθῃ Pl.Phd. 89b
: sts. as negativing the preceding sentence, Ar. Pax 850, X.HG1.7.19: as a Particle of solemn denial freq. with μά (q. v.) and the acc.; sts. withoutμά, οὐ τὸν πάντων θεῶν θεὸν πρόμον Ἅλιον S. OT 660
(lyr.), cf. 1088 (lyr.), El. 1063 (lyr.), Ant. 758.2 with ind. of statement,τὴν δ' ἐγὼ οὐ λύσω Il.1.29
, cf. 114, 495;οὐ φθίνει Κροίσου φιλόφρων ἀρετά Pi.P.1.94
; ;οὔ κεν.. ἔπαξε Pi.N.7.25
;οὐκ ἂν ὑπεξέφυγε Il.8.369
.3 with subj. in [tense] fut. sense, only in [dialect] Ep., ; , cf. 11.387.4 with opt. in potential sense (without ἄν or κεν), also [dialect] Ep., , 20.286.5 with opt. andἄν, κείνοισι δ' ἂν οὔ τις.. μαχέοιτο 1.271
, cf. 301, 2.250, Hdt. 6.63, A.Pr. 979, S.Aj. 155 (anap.), E.IA 310, Ar.Ach. 403, etc.6 in dependent clauses οὐ is used,a with ὅτι or ὡς, after Verbs of saying, knowing, and showing,ἐκ μέν τοι ἐρέω.. ὡς ἐγὼ οὔ τι ἑκὼν κατερύκομαι Od.4.377
, cf. S.El. 561, D.2.8, etc.: so with ind. or opt. andἄν, ἀπελογοῦντο ὡς οὐκ ἄν ποτε οὕτω μωροὶ ἦσαν X.HG5.4.22
, cf. Pl.R. 330a; , cf. X.Cyr.1.1.3, etc.: with opt. representing ind. in orat. obliq.,ἔλεξε παιδὶ σῷ.. ὡς.. Ἕλληνες οὐ μενοῖεν A.Pers. 358
, cf. S.Ph. 346, Th.1.38, X.HG6.1.1, Pl.Ap. 22b, etc.: for μή in such sentences, v. μή B. 3.b in all causal sentences, and in temporal and Relat. sentences unless there is conditional or final meaning,χωσαμένη, ὅ οἱ οὔ τι θαλύσια.. ῥέξε Il.9.534
;ἄχθεται ὅτι οὐ κάρτα θεραπεύεται Hdt.3.80
;διότι οὐκ ἦσαν δίκαι, οὐ δυνατοὶ ἦμεν παρ' αὐτῶν ἃ ὤφειλον πράξασθαι Lys.17.3
;μή με κτεῖν', ἐπεὶ οὐχ ὁμογάστριος Ἕκτορός εἰμι Il.21.95
, etc.;νῦν δὲ ἐπειδὴ οὐκ ἐθέλεις.., εἶμι Pl.Prt. 335c
;ἐπειδὴ τὸ χωρίον οὐχ ἡλίσκετο Th.1.102
; , etc.: in causal relative sentences,οἵτινές σε οὐχὶ ἐσώσαμεν Pl.Cri. 46a
; esp. in the combinations, οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ .., as , cf. Hec. 298;οὔτις ἔσθ' ὃς οὔ S.Aj. 725
; οὐδείς ἐστιν ὅστις οὐ .. Isoc. 15.180.c after ὥστε with ind. or opt. withἄν, ὥστ' οὐ δυνατόν σ' εἵργειν ἔσται Ar.V. 384
, cf. S.Aj.98, OT 411;οὕτως αὐτοὺς ἀγαπῶμεν.. ὥστε.. οὐκ ἂν ἐθελήσαιμεν Isoc.8.45
;οὐκ ἂν ὡρκίζομεν αὐτὸν ὥστε τῆς εἰρήνης ἂν διημαρτήκει καὶ οὐκ ἂν ἀμφότερ' εἶχε D.18.30
: ὥστε οὐ with inf. is almost invariably due to orat. obliq., ὥστ' οὐκ αἰσχύνεσθαι (for οὐκ αἰσχύνονται) Id.19.308, cf. Th.5.40, 8.76, Lys.18.6, Is.11.27 (cj. Reiske).—Rarely not in orat. obliq., S.El. 780, E. Ph. 1358, Hel. 108, D.53.2,9.48.7 in a conditional clause μή is necessary, except,a in Hom., when the εἰ clause precedes the apodosis and the verb is indic.,εἰ δέ μοι οὐκ ἐπέεσσ' ἐπιπείσεται Il. 15.162
, cf. 178, 20.129, 24.296, Od.2.274, Il.4.160, Od.12.382, 13.144 (9.410 is an exception).b when the εἰ clause is really causal, as after Verbs expressing surprise or emotion,μὴ θαυμάσῃς, εἰ πολλὰ τῶν εἰρημένων οὐ πρέπει σοι Isoc.1.44
;κατοικτῖραι.., εἰ.. οὐδεὶς ἐς ἑκατοστὸν ἔτος περιέσται Hdt.7.46
, cf. S.Aj. 1242; so alsoδεινὸν γὰρ ἂν εἴη πρῆγμα, εἰ Σάκας μὲν καταστρεψάμενοι δούλους ἔχομεν, Ἕλληνας δὲ οὐ τιμωρησόμεθα Hdt.7.9
, cf. And.1.102, Lys.20.8 (prob.), D.8.55;οὐκ αἰσχρόν, εἰ τὸ μὲν Ἀργείων πλῆθος οὐκ ἐφοβήθη τὴν Λακεδαιμονίων ἀρχήν, ὑμεῖς δ' ὄντες Ἀθηναῖοι βάρβαρον ἄνθρωπον.. φοβήσεσθε
;Id.
15.23, cf. Hdt.5.97, Lys.22.13.c when οὐ belongs closely to the next word (v. A. I), or is quoted unchanged,εἰ, ὡς νῦν φήσει, οὐ παρεσκευάσατο D.54.29
codd.; εἰ δ' οὐκέτ' ἐστί (sc. ὥσπερ λέγεις), τίνι τρόπῳ διεφθάρη
;E.
Ion 347.8 οὐ is used with inf. in orat. obliq., when it represents the ind. of orat. recta,φαμὲν δέ οἱ οὐ τελέεσθαι Od.4.664
, cf. Il.17.174, 21.316, S.Ph. 1389, etc.;λέγοντες οὐκ εἶναι αὐτόνομοι Th.1.67
, cf. Pl.R. 348c, X.Cyr.1.6.18;οἶμαι.. οὐκ ὀλίγον ἔργον αὐτὸ εἶναι Pl.R. 369b
, cf. S.OT 1051, Th.1.71, etc.; ἡγήσαντο ἡμᾶς οὐ περιόψεσθαι ib.39. (For the occasional use of μή, v. μή B. 5c; sts. we have οὐ and μή in consecutive clauses,οἶμαι σοῦ κάκιον οὐδὲν ἂν τούτων κρατύνειν μηδ' ἐπιθύνειν χερί S.Ph. 1058s
q.;αὐτὸ ἡγοῦμαι οὐ διδακτὸν εἶναι μηδὲ.. παρασκευαστόν Pl.Prt. 319b
.)9 οὐ is used with the part., when it can be resolved into a finite sentence with οὐ, as after Verbs of knowing and showing, ; . 3; , etc.; or into a causal sentence,τῶν βαρβάρων οἱ πολλοὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ διεφθάρησαν νέειν οὐκ ἐπιστάμενοι Hdt.8.89
;τὴν Μένδην πόλιν ἅτε οὐκ ἀπὸ ξυμβάσεως ἀνοιχθεῖσαν διήρπασαν Th.4.130
; or into a concessive sentence, , cf. S.Ph. 377, etc.: regularly with ὡς and part., , etc.;ἐθορυβεῖτε ὡς οὐ ποιήσοντες ταῦτα Lys.12.73
, cf. S.Ph. 884, Aj. 682, Hdt.7.99, Th.1.2,5,28,68,90; , cf. Th.8.1, Isoc.4.11:—for exceptions, v. μή B. 6.b when the part. is used with the Art., μή is generally used, unless there is a distinct reference to a fact, when οὐ is occasionally found,ἡμεῖς δὲ ἀπὸ τῆς οὐκ οὔσης ἔτι [πόλεως] ὁρμώμενοι Th.1.74
;τοὺς ἐν τῇ πόλει οὐδὲν εἰδότας Id.4.111
;οἱ οὐκ ἐθέλοντες Antipho 6.26
;τῶν οὐ βουλομένων And.1.9
; , cf. τὸν οὐδὲ συμπενθῆσαι τὰς τῆς πατρίδος συμφορὰς τολμήσαντα (preceded by τὸν.. μήτε ὅπλα θέμενον ὑπὲρ τῆς πατρίδος μήτε τὸ σῶμα παρασχόντα κτλ.) Lycurg.43;τὸ οὐχ εὑρημένον Pl.R. 427e
.10 Adjectives and abstract Substantives with the article commonly take μή (v.μή B. 7
) but οὐ is occasionally used,τὰς οὐκ ἀναγκαίας πόσεις X.Lac.5.4
;τοὺς οὐδένας E.IA 371
; (whereas ὁ μηδείς, τὸ μηδέν is the rule); τὴν τῶν γεφυρῶν οὐ διάλυσιν the non- dissolution of the bridges, the fact of their notbeing broken up, Th.1.137;ἡ οὐ περιτείχισις Id.3.95
;ἡ τῶν χωρίων οὐκ ἀπόδοσις Id.5.35
, cf.E. Hipp. 196 (anap.); so without the article,ἐν οὐ καιπῷ Id.Ba. 1287
; οὐ πάλης ὕπο ib. 455.12 in questions οὐ ordinarily expects a positive answer, οὔ νυ καὶ ἄλλοι ἔασι ..; Il.10.165; οὐχ ὁράᾳς ..; dost thou not see? Od.17.545;οὐκ.. ᾐσθόμην
;A.
Pr. 956: so as a strong form of imper., ;E.
Ion 524; ;Din.
1.18; ;Ar.
Ach. 484; βάλλε, βάλλε folld. by οὐ βαλεῖς; οὐ βαλεῖς; ib. 281 and 283, cf. S.Ant. 885: also with opt. and ἄν, οὐκ ἂν δὴ τόνδ' ἄνδρα μάχης ἐρύσαιο ( = ἔρυσαι) ; Il.5.456; οὐκ ἂν φράσειας ( = φράσον) ; S.Ph. 1222; but in questions introduced by οὐ δή, οὐ δή του, οὔ που, οὔ τί που, a doubt is implied of the statement involved, and an appeal is made to the hearers, οὐ δή ποθ' ἡμῖν ξυγγενὴς ἥκεις ποθέν; surely you are not..? Id.El. 1202, cf. Ph. 900; οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων ..; Pi.P.4.87, cf. S.Ph. 1233, E.IA 670, Hel. 135, Ion 1113, Ar.Ra. 522, 526.B POSITION. οὐ is generally put immediately before the word which it negatives,οὐκ ἐκεῖνον ἐθεώμην.—ἀλλὰ τίνα μήν ; ἔφη ὁ Τιγράνης X.Cyr.3.1.41
; ;οὐ διὰ τὸ μὴ ἀκοντίζειν οὐκ ἔβαλον αὐτὸν ἀλλὰ διὰ τὸ μηδενὶ ὑπὸ τὸ ἀκόντιον ὑπελθεῖν Antipho 3.4.6
: in Poetry the position is freq. more free,κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει Pi.O.1.81
; οὐ ψεύδεϊ τέγξω λόγον ib. 4.19; κατακρύπτει δ' οὐ κόνις ib.8.79;χρὴ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν Id.P. 2.88
: sts. emphatically at the end of the clause,καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ Id.O.7.48
;ταρβήσει γὰρ οὔ S.Aj. 545
: in clauses opposed by μέν and δέ the οὐ (or μή) is freq. placed at the end,βούλονται μέν, δύνανται δ' οὔ Th.6.38
;οὗτος δ' ἦν καλὸς μέν, μέγας δ' οὔ X.An.4.4.3
;ἔδοξέ μοι ὁ ἀνὴρ δοκεῖν μὲν εἶναι σοφὸς.., εἶναι δ' οὔ Pl.Ap. 21c
; soτὸ Πέρσας μὲν λέληθε, ἡμέας μέντοι οὔ Hdt.1.139
: freq. withὁ μὲν.. ὁ δέ, οὐ πάσας χρὴ τὰς δόξας τιμᾶν, ἀλλὰ τὰς μέν, τὰς δ' οὔ Pl.Cri. 47a
, cf. Ap. 24e, R. 475b, etc.;Λέριοι κακοί, οὐχ ὁ μέν, ὃς δ' οὔ Phoc.1
: sts. in the first clause afterμέν, οἱ δὲ στρατηγοὶ ἐξῆγον μὲν οὔ, συνεκάλεσαν δέ X.An.6.4.20
, cf. 4.8.2, Cyr.1.4.10, Pl.Phd. 73b;κατώρα πᾶν μὲν οὒ τὸ στρατόπεδον Hdt.7.208
.C ACCUMULATION. A simple neg. (οὐ or μή) is freq. repeated in composition with Prons., Advbs., or Conjs., as οὐδείς or μηδείς, οὐδέ or μηδέ, οὐδαμῶς or μηδαμῶς, first in Hom., ;ἀλλ' οὔ μοι Τρώων τόσσον μέλει ἄλγος ὀπίσσω οὔτ' αὐτῆς Ἑκάβης οὔτε Πριάμοιο ἄνακτος 6.450
; : the first neg. may be a compd.,καθεύδων οὐδεὶς οὐδενὸς ἄξιος οὐδὲν μᾶλλον τοῦ μὴ ζῶντος Pl. Lg. 808b
; (similarly with μή, Phdr. 236e): or a neg. Adj., ; οὐ follows the compd. neg.,οὐδ' εἰ πάντες ἔλθοιεν Πέρσαι, πλήθει γε οὐχ ὑπερβαλοίμεθ' ἂν τοὺς πολεμίους X. Cyr.2.1.8
; οὐδ' ἂν ἡ πόλις ἄρα ([etym.] ὅπερ ἄρτι ἐλέγομεν )ὅλη τοιοῦτον ποιῇ, οὐκ ἐπαινέσῃ Pl.R. 426b
, cf. Smp. 204a: sts. a confirmative Particle accompanies the first οὐ or οὐδέ, and the neg. is repeated with emphasis,οὐδὲ μὲν οὐδέ μ' ἔασκες Il.19.295
;οὐδὲ γὰρ οὐδὲ Δρύαντος υἱὸς.. δὴν ἧν 6.130
, v. οὐδέ C. 11; : so also in Trag. and [dialect] Att. without any such Particle, οὐ σμικρός, οὔχ, ἁγὼν ὅδε not small, no, is this struggle, S.OC 587;θεοῖς τέθνηκεν οὗτος, οὐ κείνοισιν, οὔ Id.Aj. 970
, cf.Ar.Ra.28, 1308, X.Smp. 2.4, Pl.R. 390c.2 when the compd. neg. precedes and the simple neg. follows with the Verb, the opposing negs. produce an emphatic positive, οὐδεὶς ἀνθρώπων ἀδικῶν τίσιν οὐκ ἀποτείσει Orac. ap. Hdt.5.56; (but prob. f.l.);οὐδεὶς οὐκ ἔπασχέ τι X.Smp.1.9
.3 similarly each of two simple negs. may retain its negating force,ὥσπερ οὐ διὰ πρᾳότητα καὶ ἀσχολίαν τὴν ὑμετέραν οὐ δεδωκὼς ὑμῖν δίκην Lys.6.34
;ἐγὼ δ' οὐκ οἶμαι.. οὐ δεῖν ὑμᾶς ἀμύνεσθαι Id.13.52
(similarly with μή, D.19.77): sts. a combination of a μέν- clause with a δέ- clause containing οὐ is negatived as a whole by a preceding οὐ, e.g.οὐ γὰρ δήπου Κτησιφῶντα μὲν δύναται διώκειν δι' ἐμέ, ἐμὲ δέ, εἴπερ ἐξελέγξειν ἐνόμιζεν, αὐτὸν οὐκ ἂν ἐγράψατο Id.18.13
.D PLEONASM OF οὐ: after Verbs of denying, doubting, and disputing, folld. by ὡς or ὅτι with a finite Verb, οὐ is inserted to show the neg. character of the statement, where in Engl. the neg. is not required, , cf. Th.1.77, X.HG2.3.16, Smp.2.12, Isoc.5.57, etc.;οὐδεὶς ἂν τολμήσειεν ἀντειπεῖν ὡς οὐ τὴν μὲν ἐμπειρίαν μᾶλλον τῶν ἄλλων ἔχομεν Id.6.48
, cf. And.4.34, D.16.4, etc.; ;ἀρνεῖσθαι ὅτι οὐ παρῆν X.Ath.2.17
; οὐδ' αὐτὸς ὁ Λάμπις ἔξαρνος ἐγένετο ὡς οὐκ εἴη εἰρηκὼς κτλ. D.34.49;ἀμφισβητεῖν ὡς οὐχὶ.. δοτέον δίκην Pl.Euthphr.8c
, cf. R. 476d, Prm. 135a; ἀπιστεῖν ὅτι οὐ .. Id.Men. 89d;ἀνέλπιστον καταστῆσαί τισιν ὡς οὐκ ἔσται μεταγνῶναι Th. 3.46
: οὐ is sts. thus used in the second member of a negative comparative sentence,ἥκει ὁ Πέρσης οὐδέν τι μᾶλλον ἐπ' ἡμέας ἢ οὐ καὶ ἐπ' ὑμέας Hdt.4.118
, cf. 5.94, 7.16.γ, Th.2.62,3.36: after πλήν, X.Lac. 15.6, D.18.45.E OMISSION OF οὐ: οὐ is sts. omitted, esp. by Poets, when it may be supplied from the next clause, ;σιδήρῳ οὐδ' ἀργύρῳ χρέωνται οὐδέν Hdt.1.215
;ῥοδιακὴ οὖς οὐδὲ πυθμένα οὐκ ἔχουσα Inscr.Délos 313a84
(iii B. C.).F in Poetry, if ἤ stands before οὐ, the two sounds coalesce into one syllable, as inἦ οὐχ Il.5.349
, cf. Od.1.298; so, in [dialect] Att., , etc., and ἐγὼ οὔτε ib. 332, .—This synizesis is general in [dialect] Ep., universal in [dialect] Att.G FORM. οὐ is used before consonants (including the digamma, e.g. before ἕθεν, οἱ, e(, Il.1.114, 2.392, 24.214, but not before ὅς Possess.,οὐχ ᾧ πατρί Od.13.265
, cf.οὐκ ἐπέεσσι Il.15.162
, etc.); οὐκ before vowels with spir. lenis, οὐχ before vowels with spir. asper; in our text of Hdt. οὐκ is used before all vowels (prob. because Hdt. had no spir. asper): the [dialect] Ep. form οὐκί [ῐ] is used by Hom. mostly at the end of a clause and at the close of the verse,ὅς τ' αἴτιος ὅς τε καὶ οὐκί Il.15.137
;ἠὲ καὶ οὐκί 2.238
, 300,al.; but in the middle of a verse, 20.255; οὐχί [ῐ] is found twice in Hom., Il.15.716, 16.762, and is common in Trag., where it is freq. employed like οὔ emphatic (supr. B), ;A.
Ag. 273,Fr. 310; ;Id.
Supp. 918, Ar. Pax 1027;ἐμὸς μὲν οὐχί E.IA 859
: also in Prose, Th.1.120,al., 1 Ep.Cor. 5.12, etc.: the diphthong is genuine and always written ου ( ουκ, ουδε, etc.) in early Inscrr., IG12.10.22, etc.; in iv B.C. rarely written οκ, ib. 22.1635.112,116,121; οὐ abbreviated ο, Suid.s.v. Φιλοξένου γραμμάτιον.H ACCENTUATION. οὐ is oxytone acc. to Hdn.Gr.1.494 (text doubtfulin 504): Arist.SE 166b6, referring to Il.23.328 τὸ μὲν ου (i.e. οὐ = οὒ) καταπύθεται ὄμβρῳ, says λύουσι.. τῇ προσῳδίᾳ λέγοντες τὸ ου ὀξύτερον (i.e. οὗ), cf. 178b3. In codd. the word is written oxytone when folld. by a pause (v. supr. B), and is usu. written without any accent in other cases.I οὐ in connexion with other Particles will be found in alphabetical order, οὐ γάρ, οὐ μή, etc.—The corresponding forms of μή should be compared. -
5 αδύνατος
η, ο [ος, ον ]1) слабый (в разн. знач);αδύνατο παιδί — слабый ребёнок;
αδύνατη υγεία — слабое здоровье;
αδύνατη μνήμη — слабая память;
αδύνατη πειθαρχία — слабая дисциплина;
αδύνατος αέρας — слабый ветер;
2) худой; тощий (тж. о мясе);3) невозможный, невыполнимый;ζητώ αδύνατα πράγματα — требовать невозможного;
αδύνατο!
— не может быть!;αυτό είναι αδύνατο — это невозможно;
δεν υπάρχει τίποτε το αδύνατο — нет ничего невозможного;
αυτό είναι αδύνατο να γίνει — это сделать невозможно;
άν είναι αδύνατο να... — в случае невозможности...;
καθιστώ αδύνατο — сделать невозможным
-
6 προς
πρόθ. I με αίτιατ.1) (при обознач, направления) к;προς νότον — к югу;
έτρεξε προς την οδό Σταδίου он побежал в сторону улицы Стадиу;τό παράθυρο μου βλέπει προς την θάλασσαν — моё окно выходит на море;
προς τα δεξιά — направо, в правую сторону;
κάθομαι προς τα δεξιά του сидеть (или садиться) справа от него;προς τα αριστερά — налево, в левую сторону;
τα εκεί — туда;προς τα εξω — кнаружи, вовне;
προς τα μέσα — внутрь, вовнутрь;
τα κάτω — вниз, книзу;προς τα πού; — в какую сторону?;
2) (при обознач, лица или учреждения, к которому обращено действие, иногда без перевода) к;προς τό λαό — к народу;
αναφορά προς το υπουργείον (τον υπουργό) — доклад министерству (министру);
3) (при обознач, отношения к кому-чем у-л.) к; по отношению к;περιφρόνηση προς το θάνατο — презрение к смерти;
ασέβεια προς τούς γονείς — непочтение к родителям;
αντίθετον προς την παράδοση — вопреки традиции, вразрез с традицией;
πέφτει σε αντίφαση προς τον εαυτό
της она противоречит сама себе;δυσανάλογη προς την ηλικία της — несообразно с её возрастом;
4):ως προς... — что касается...; — в отношении..., относительно того, что...;
ως προς αυτό... — в отношении этого...;
ως προς αυτό αδιαφορώ πλήρως — я к этому совершенно равнодушен;
ως προς αυτό έχεις δίκιο — в отношении этого ты прав;
ως προς την ημερομηνία — относительно даты;
5) (при обознач, цены, соотношения):τοκίζει προς 20% — он ссужает деньги под 20%;
τό ύφασμα το αγόρασα προς τριακόσιες δραχμές το μέτρο — я купил материал по триста драхм за метр;
6) (при обознач, действия, совершаемого в пользу или во вред кому-чему-л.] для, ради;τό έκανα προς χάριν σου — я это сделал ради тебя;
προς τό συμφέρον σου — для твоей же пользы;
αυτό είναι προς τιμήν σου а) это в честь тебя; б) это делает тебе честь;τα πούλησαν προς όφελός τους — они это продали выгодно для себя;
προς τιμωρίαν σου — тебе в наказание;
προς ζημίαν — во вред;
προς γενικήν ανακούφισιν — ко всеобщему облегчению;
7) (при обознач, времени) к, ближе к; на;προς τό βράδυ — к вечеру;
προς τα ξημερώματα — на рассвете;
προς τό παρόν — пока, на данный момент, в настоящий момент;
προς στιγμήν — на очень короткое время, на минуту; — временно;
8) (при обознач, цели, намерения) для; в;προς επεξεργασίαν — для обработки, переработки;
προς υπεράσπισιν — в защиту;
προς αποφυγήν παρεξηγήσεων — во избежание недоразумений;
προς τί; — для чего?, к чему?, зачем?;
τί η τόση σπουδή;κ чему такая спешка?! 9) (при обознач, последовательности) за;λέξη προς λέξη — а) слово за словом; — б) слово в слово;
βήμα προς βήμα — шаг за шагом; — по пятам;
τον παρακολουθούν βήμα προς βήμα — следят за каждым его шагом; — следуют за ним по пятам;
έν(α) προς έν(α) — одного за другим, по одному; — каждого в отдельности;
§ ένας προς έναν — один к одному;
προς έκπληξιν — на удивление;
II με γεν.1) (при обознач, происхождения, родства):ο προς μητρός θείος — дядя по матери;
τό σπίτι το έχουμε πάππου προς πάππου — дом мы наследуем от отцов и дедов;
2) (при заклинании, уверении, клятве) ради;προς θεού μην το κάνεις — ради бога, не делай этого;
§ προς ώρας — временно;
αυτό είναιπρος κάκού μου — к моему несчастью;
III με δοτ.1) (при обознач, прибавления) к;προς τούτοις — к тому же;
προς τοίς άλλοις — ко всему прочему, кроме всего прочего;
2) (при обознач, близости):αί προς τη θαλασσή πόλεις — прибрежные города
-
7 ἜΡΓον
ἜΡΓον (eigtl. FΕΡΓον), τό, Werk, Alles was Jemand ausgeführt hat, That, Handlung, sowohl in guter als in schlechter Bedeutung, Hom. u. Folgde überall, theils allgemein, theils durch den Zusammenhang od. besondere Beiwörter bestimmt; – 1) im Allgemeinen die That, im Ggstz des Entschlusses, βουλή, Il. 9, 374; κοὐ μόνον βουλεύματα, ἀλλ' ἔργα δεινά Soph. Phil. 552; Gegensatz des Wor. tes, μῠϑος, Il. 9, 443; ἔργῳ κοὐκ ἔτι μύϑῳ χϑὼν σεσάλευται Aesch. Prom. 1082; Δίκη παρῆν ἔργοις ἐκείνου καὶ φρεσίν Spt. 645; μή σε δὶς φράσαι μήτ' ἔπος μήτ' ἔργον Pers. 170; nachdrücklich, ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι, durch die That, Prom. 336; λόγοισιν εἴτ' ἔργοισιν εἰς βλάβην φέρον Soph. O. R. 517; im Ggstz von μῠϑος, ῥήματα, ἔπη, O. C 877. 1578 El. 613; ὁρῶ βροτοῖς τὴν γλῶσσαν οὐχὶ τἄργα πάνϑ' ἡγουμένην Phil. 99; vgl. Cratin. bei Plut. Pericl. 13; ὄνομα γάρ, ἔργον δ' οὐκ ἔχουσιν οἱ φίλοι Eur. Or. 454; I. A. 128; ταῦτα εἶπε καὶ ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Her. 3, 135; ἄλλως ὄνομα κοὐκ ἔργον Thuc. 8, 78; Plat. παρ' ἕκαστον καὶ ἔργον καὶ λόγον διδάσκοντες Prot. 325 d; μετὰ λόγου καὶ ἔργου Legg. I, 647 d; λόγῳ – ἔργῳ, in der That, in Wirklichkeit entgeggstzt, ἔρ-γῳ τε καὶ ἔπει IX, 879 c; – durch adj. bestimmt, ϑέσκελα, ἀήσυλα u. ä., Hom. – 2) χωρῶ πρὸς ἔργον, ich gehe ans Werk, an die Ausführung, Soph. Ai. 116; καὶ τοὔργον ἂν σοῦ τοῦτ' ἔφη εἶναι μόνου O. R. 349; ταῠτά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ τὸ ἔργον προςῆγε, er führte es auch aus, Her. 9, 92; ὥςτε εὐϑὺς ἔργου ἔχεσϑαι, sogleich ans Werk gehen, zur Ausführung schreiten, Thuc. 2, 2, vgl. 1, 49; Xen. Hell. 7, 2, 19; vgl. Pind. P. 4, 233; ὡς ᾐσϑάνετο ἐν ἔργῳ ὄντα τὸν Κῦρον, daß Kyrus bei der Ausführung, damit beschäftigt sei, Xen. Cyr. 7, 1, 27; vgl. ἅπας δ' ἐν ἔργῳ δοῦλος ἦν μάτην πονῶν Eur. Bacch. 626; I. T. 1190; τὸ μὲν ἐνϑύμημα χαρίεν ἐδόκει εἶναι, τὸ δὲ ἔργον ἀδύνατον, die Ausführung war unmöglich, Xen. An. 3, 5, 12. – 3) was Jem. zu verrichten pflegt, Arbeit, Geschäft, Gewerbe, Thun, Verrichtung, ἔργον ἐποίχεσϑαι, an sein Werk, an den Webestuhl gehen, Od. 17, 227; γυναῖκας ἀμύμονα ἔργα ἰδυίας Il. 9, 128 u. öfter; πᾶσαν γὰρ ὁμηλικίην ἐκέκαστο κάλλεϊ καὶ ἔργοισιν.ἰδὲ φρεσί, durch Schönheit, durch Arbeit u. Klugheit ausgezeichnet, durch das, was sie zu arbeiten verstand, 13, 432; πάντες ἀναπηδῶσιν ἐπ' ἔργον, σκυτῆς, βαλανῆς, sie gehen an ihr Geschäft, an ihre Arbeit, Ar. Av. 490; τοῖς ἔργοις προςέχειν Plut. 553; τὰ σαυτῆς ἔργα κόμιζε, besorge deine eigenen Geschäfte, bekümmere dich nicht um Andere, Od.; λαοὶ σκίδνασϑ' ἐπὶ ἔργα ἕκαστος 2, 252; ἔργα ϑεῶν, das Schalten u. Walten der Götter, die Göttergewalt, Il. 16, 120; ἔργον ποιεῖσϑαί τι, Etwas zu seiner Beschäftigung machen, seinen Fleiß darauf verwenden, Plat. Phaedr. 232 a; ἰέναι ἐπὶ τὰ δημόσια ἔργα Gorg. 514 c. – Besonders – a) von der Feldarbeit, ἔργα ἀνδρῶν, ἀνϑρώπων, Arbeit, Geschäft der Männer, Landbau, Hom. öfter; βοῶν Od. 10, 98; ἔργον δέ μοι οὐ φίλον ἔσκεν, der Landbau war nicht meine Sache, 14, 222; ἀλλὰ πᾶς χώρει πρὸς ἔργον εἰς ἀγρόν Ar. Pax 555; dah. heißen ἔργα auch die bestellten Felder, Ländereien, οἵ τ' ἀμφ' ἱμερτὸν Τιταρήσιον ἔργ' ἐνέμοντο Il. 2, 751; πεδία λωτεῦντα καὶ ἀνδρῶν πίονα ἔργα 12, 283; πατρῴϊα ἔργα, die väterlichen Grundstücke, Od. 2, 22; ἔργα Ἰϑάκης, Ithaka's bebau'te Fluren, 14, 344; ἐπὶ τὰ ἔργα ἰέναι 2, 127. 252; τὰ τῶν Μυσῶν ἔργα διέφϑειρε Her. 1, 36; Xen. Cyn. 3, 3; οὔτ' ἐπὶ τοῖς ἔργοις οὔτ' ἐπὶ τοῖς αὑτῶν ἰδίοις διατρίβειν Dem. 2, 16, wo die Alten γεωργεῖν erkl. – b) γυναικῶν, die Verrichtungen der Frauen, bes. Weberei, ἀγλαὰ ἔργα εἰδυῖα u. ä. oft Hom. S. oben u. vgl. ἐργάνη. – c) Kriegsarbeit, Kampf, sowohl allein, Il. 4, 175. 539, als ἔργον μάχης, 6, 522, u. öfter πολεμήϊα ἔργα; ξιφέων Archil. 50. Auch in Prosa, τὸ ἐν Πλαταιαῖς ἔργον Plat. Henex. 241 c; τῶν πρότερον ἔργων μέγιστον ἐπράχϑη τὸ Μηδικόν Thuc. 1, 23; οἱ ἐν τῷ ἔργῳ, die Kämpfenden, 7, 71; ἐν ἔργῳ ὤν Xen. Cyr. 7, 1, 27; ἔργου ἔχεσϑαι, den Kampf beginnen, Thuc. 1, 49; ἐλέγετο ἀποκτεῖναι τούτῳ τῷ ἔργῳ περὶ ὀγδοήκοντα ἱππέας Xen. Hell. 5, 3, 2; τὸ Τρωϊκὸν ἔργον Arr. An. 1, 11; τὸ πρὸς Ἰλίῳ Paus.; ἤδη γὰρ ὡς ἐς ἔργον ὥπλισται στρατός Eur. Heracl. 672; πρὸς ἔργον πάντες ἵεσαν χέρας El. 799; ἐν τῷ ἔργῳ, im Kampfe, Thuc. 2, 89. – d) von anderen Beschäftigungen, ϑαλάσσια ἔργα, Meergeschäfte, sowohl Seefahrt, Il. 2, 614, als Fischfang, Od. 5, 67; – φιλοτήσια, Werke der Liebe, Liebesgenuß, Od. 11, 246, wie γάμοιο Il. 5, 429; Add. ep. (X, 201; Achill. Tat. 1 p. 28; Long. Past. 3, 14. – Vom Bergbau, τὰ ἔργα, Bergwerke, τῶν ἔργων τῶν ἀργυρείων ἐπιϑυμεῖν Dem. 8, 45; 37, 4 u. öfter; Xen. Vectig. 4, 5. – 4) An Vrbdgn, wie σιγῇ τοὐμὸν ἔργον ἤνυτον, mein Geschäft vollbrachte ich schweigend, Soph. Tr. 319, u. ä., reihen sich folgende: σὸν ἔργον ἐστί, es ist deine Sache, es kommt dir zu, σὸν ἔργον, Ἰοῖ, ταῖςδ' ὑπουργῆσαι χάριν, du mußt, Aesch. Prom. 638; ἐμὸν τόδ' ἔργον λοισϑίαν κρῖναι δίκην, es liegt mir ob, zu entscheiden, Eum. 704; ἀνδρῶν τόδ' ἐστὶν ἔργον, das ist Sache der Männer, Ch. 662; ἔργον ἤδη σὸν τὰ λοίφ' ὑπηρετεῖν Soph. Phil. 15, dir liegt es ob; οὐδὲν ἔργον ταῦτα ϑρηνεῖσϑαι μάτην, es führt zu Nichts, Ai. 839; σὸν ἔργον εἴη τοῦτον ὀπτᾶν Ar. Lys. 839; ὑμῶν τὸ λοιπὸν ἔργον ἤδη φλᾶν ταῦτα Paz 1305; absol., ἱερεῦ, σὸν ἔργον, ϑῦε τοῖς ϑεοῖς Av. 862; ὅπερ μόνον ἐστὶν ἔργον ἀγαϑοῦ πολίτου Plat. Gorg. 517 c; οὐκέτι ἐμὸν ἔργον εἶναι Prot. 335 b; σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Conv. 188 e; οὐ γὰρ ϑερμότητος ἔργον ψύχειν, ἀλλὰ τοῦ ἐναντίου, ist nicht Sache der Wärme, kommt ihr nicht zu, Rep. I, 335 d. – Auch c. dat., ἔκαιον οἷς τοῦτο ἔργον ἦν, denen dies aufgetragen war, oblag, Xen. Cyr. 4, 5, 13, vgl. 6, 3, 27; γυναιξὶν ἔργον ἀϑερίζειν, es ist so ihre Sache, sie pflegen, Agath. 4 (V, 2161; vgl. Ael. V. H. 3, 18. 9, 24. – Aehnl. ἔργον ἔχω τοῦτο σκοπεῖν, ich habe zum Geschäft, meine Sache ist, Xen. Hem. 2, 10, 6, vgl. Cyr. 8, 4, 6; ἔργον ἔχειν δεόμενον τούτου κοινωνεῖν τοὺς παρόντας, er ließ sich angelegen sein, zu bitten, daß die Anwesenden Theil nähmen. – Mit Nachdruck, ἔργον ἐστί, es ist ein Stück Arbeit, es macht Mühe, esistschwer, τοὺς πολλοὺς καὶ παλαιοὺς ἔργον διηγήσασϑαι Dem. 59, 91; ἔργον μὲν νυκτὸς λῦσαι ἵππους, ἔργον δὲ χαλινῶσαι Xen. Cyr. 3, 3, 27; mit anderen Bestimmungen, οὐ μέγ' ἔργον εὖ λέγειν Eur. Bacch. 267; χαλεπὸν οὖν ἔργον διαιρεῖν Ar. Ran. 1100; μέγα ἔργον – καλῶς χρῆσϑαι Plat. Conv. 187 e; πλείονος ἔργου ἐστὶν ἀκριβῶς ταῦτα πάντα μαϑεῖν, ist schwieriger, Euthyphr. 14 a; οὐκ ὀλίγον ἔργον αὐτὸ εἶναι, es sei keine kleine Sache, Rep. II, 369 b; ἀλλὰ πάμπολυ ἔργον λέγεις VII, 531 d; πολὺ ἔργον ἂν εἴη διεξελϑεῖν Xen. Mem. 4, 6, 1; παρέσχε μοι ἔργον πλεῖστον, machte mir viel zu schaffen, Ar. Nubb. 515; Plat. Tim. 29 d; – ἐνταῠϑα δὴ πολλῆς φυλακῆς ἔργον, es ist nöthig, thut Noth, Plat. Rep. VII, 537 d; σιγᾷς, σιωπῆς δ' οὐδὲν ἔργον ἐν κακοῖς, Schweigen thut nicht Noth, hilft Nichts, ist Nichts nütze, Eur. Hipp. 911; τί δῆτα τόξων ἔργον, was ist denn da der Bogen nöthig, Alc. 39; οὐκ ἔργον ἔστ' οὐδὲν στροφῶν Ar. Plut. 1154; auch c. inf., οὐδὲν ἔργον ἑστάναι, es hilft Nichts, hier zu stehen, Lys. 424; καί σ' οὐδὲν εἴσω τῆςδε παπταίνειν πύλης ἔτ' ἔργον ἐστίν Soph. Ai. 12; οὐκ ἂν μακρῶν ἔϑ' ἧμιν οὐδὲν ἂν λόγων – τόδ' εἴη τοὔργον El. 1365, hier gilt's nicht, viele Worte machen; vgl. noch οὐδὲν λευκῶν ὀδόντων ἔργον ἔστ' ἢν μή τι καὶ μασῶνται, die Zähne nützen zu Nichts, Ar. Pax 1310; ἐπέδρης μὴ εἶναι ἔργον τῇ στρατιῇ Her. 1, 17, die Belagerung nütze Nichts; Xen. Cyr. 2, 3, 11; S;p., ὡς οὐδὲν ἦν ἔργον αὐτοῦ κατατείναντος, da er durch seine Anstrengung Nichts ausrichtete, Plut. Poplic. 14; ἦν δὲ οὐδὲν ἔργον αὐτοῦ τῆς σπουδῆς Lys. 11. – 5) das durch die Arbeit Hervorgebrachte, das Werk, die Arbeit, ἔργον Ἡφαίστοιο Od. 4, 617; γυναικῶν, Webereien, oft; ἀϑανάτων Il. 19, 22; ἔργα ἐργάζεσϑαι Od. 22, 422; ὕφασμα τοῦτο σῆς ἔργον χερός Aesch. Ch. 231; – ἔργον λώτινον, aus Lotus gemacht, Theocr. 24, 45; von einer Bildsäule, Xen. Hem. 3, 10, 7; τῶν ἔργων ἀπρασίαν εἶναι, die Arbeiten könnten nicht verkauft werden, Dem. 27, 21; καὶ μηχαναί, von Belagerungswerken, Pol. 5, 3, 6. Bei D. Hal. u. a. Sp. von Werken des Geistes, Schrift, Buch; – das durch den Wettkampf Errungene, der Sieg im Wettkampf, Pind. Ol. 9, 91; der Sieg, Xen. Cyr. 1, 4, 24. – Uebh. der Erwerb, dah. die Zinsen eines Kapitals, die das Geld erarbeitet hat, τό τε ἀρχαῖον καὶ τὸ ἔργον τῶν δώδεκα ἐτῶν, Kapital u. Zinsen von zwölf Jahren, Dem. 27, 17, vgl. §. 10. – 61 übh. Sache, Ding, Gegenstand, wie χρῆμα, πρᾶγμα, z. B. εἰ δὴ σοὶ πᾶν ἔργον ὑπείξομαι ὅ, ττι κεν εἰπῃς, in Allem, was du sagen magst, Il. 1, 294; ὃπως ἔσται τάδε ἔργα, wie diese Sachen · ablaufen werden, 4, 14; öfter πάρος τάδε ἔργα γενέσϑαι; μέγα ἔργον, ein großes Stück, von einem Steine, 5, 303. 20, 286; ἄκουε τοὔργον Soph. Tr. 1147; οὐκ ἔστι τοὔργον τλητόν Ai. 461; τοῦτ' ἐστὶν ἤδη τοῦργον εἰς ἐμὲ ῥέπον O. R. 847. – Dah. umschreibend, ἔργα δαιτός Il. 9, 228; ἔργα μάχης u. ä.; auch in Prosa, τὸ ἔργον τῆς ϑήρας, das Waidwerk.
-
8 στην
στον, στούς и т. п.) πρόθ. I με αίτιατ.1) (при обознач. направления действия, движения) в, к; на; πάμε στο καφενείο пошли в кафе; τα παράθυρα τού δωματίου μου βλέπουν στον κήπο окна моей комнаты выходят в сад; δεν εγύρισε τα μάτια της σε μένα она не взглянула на меня; πήγε στον πεθερό του он пошёл к тестю; πηγαίνω στο σπίτι я иду домой; σκαρφάλωσα στο βουνό взбираться на гору; 2) (при обознач, места) в; на; за; по; под; φυτεύω πατάτες στο περιβόλι сажать картофель в огороде; μένω στην λεωφόρο Συγγρού я живу на проспекте Сингру; κάθομαι στο τραπέζι сидеть за столом; σε όλον τον κόσμο по всему свету, во всём мире, везде; σέ όλον τον κόσμο είναι γνωστό... всему миру известно...; κάνω βόλτα στην πόλη гулять по городу; ήταν ξαπλωμένος σ' ένα δέντρο он лежал под деревом; η γη στριφογυρίζει στα πόδια μου у меня земля уходит из-под ног; 3) (при обознач, расстояния между чём-л.) до; από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο от одного тротуара до другого; από την μιά πόλη στην άλλη от одного города до другого; 4) (при обознач, времени, периода, срока) в; через; στα χίλια εννεακόσια εβδομήντα έξι в тысяча девятьсот семьдесят шестом току; στίς τρείς το πρωί в три часа утри; στα νιάτα (γηρατειά) μου в юности (старости); στον καιρό του в своё время; σε λίγο скоро; σε μισή ώρα через полчаса; σε δέκα μέρες через десять дней; στίς πέντε τού Γενάρη пятого января; 5) (при обознач, стоимости) за; на; τρία στη δραχμή три штуки на одну драхму; 6) (при обознач, способа оплаты): πληρώθηκα σε δολλάρια мне заплатили долларами; πληρώνω σε χρήμα (είδος) платить деньгами (натурой); 7) (при обознач, области, сферы проявления признака, свойства, а тж. области какого-л. действия) в; по; είναι μάστορης στο τάβλι он большой мистер игры в тавли; στα καλαμπούρια δεν τον παραβγαίνει κανείς в каламбурах ему нет равных; στο μπόι είναι πιο κοντός απ' όλους он меньше всех ростом; καλλίτερος σε ποιότητα лучший по качеству; είναι ξακουσμένη στην ομορφιά она известна своей красотой; είναι γιατρός στο επάγγελμα он врач по профессии; οι στρατιώτες ασκρύνται στη σκοποβολή солдаты упражняется в стрельбе; βρίσκομαι στην εξουσία стоять у власти; 8) (при сопоставлении) в; по; αυτό είναι ανώτερο στην αξία это дороже; σε τί είσαι καλύτερος από μένα; чем ты лучше меня?; είμαι μεγαλύτερος στα χρόνια από σένα по годом я старше тебя; 9) (при обознач, деления на части) на; в; χωρίζω σε ίσα μέρη (στα εφτά) делить на равные части (на семь); σχίζομαι σε δυό расколоться пополам; σπάζω σε τρία κομμάτια разбиваться на три части; 10) (при обознач, состояния или перехода в какое-л. состояние) в; στην ακμή в расцвете сил; στον ύπνο μου во сне; μετατρέπω σε ερείπια превращать в развалины; 11) (при указании на форму) в; δράμα σε στίχους драма в стихах; κωμωδία σε τρείς πράξεις комедия в трёх действиях; 12) (при обознач, цели) на; τον έχω καλέσει σε γεύμα я его пригласил на обед; πηγαίνω σε κυνήγι иду на охоту; 13) (при обознач, образа действия): αρρώστησε στα καλά он тяжело заболел; ερωτεύομαι στα σωστά влюбиться не на шутку; στα γεμάτα интенсивно; βρέχει στα γεμάτα дождь зарядил; τελειώνω τη δουλειά στα πεταχτά кончать работу очень быстро; κλαίω στα ψέματα притворяться плачущим, плакать понарошку; 14) (при обознач, орудия и средства действия): με πέθανε στη φλυαρία она меня уморила своей болтовнёй; τον τσάκισαν στο ξύλο его сильно избили палками; 15) (при обознач, объединения, слияния) в; ένωσαν δυό δήμους σ' έναν объединили два дима в один; 16) (при обознач, превращения, перевода): μεταφράζω από τα ελληνικά στα ρωσσικά переводить с греческого на русский; ο ποιητής μετατράπηκε σε μεταφραστή поэт стал переводчиком; μετέτρεψα τα δολλάρια σε δραχμές я обменял доллары на драхмы; 17) (при обращении) к, в; απευθύνομαι στον υπουργό (στο υπουργείο) обращаться к министру (в министерство); 18) (при указании на источник) у; ράβω στον ράφτη шить у портного; 19) (при выражении пожелания): στο καλό! счастливо!, счастливого пути!; στην υγεία -
9 έξω
1. πρόθ. I με γεν.1) вне, за пределами (чего-л.);έξω της οικίας — вне дома;
2) перен. сверх, выше (чего-л.);αυτό είναι έξω των δυνατοτήτων μου — это выше моих возможностей;
II με αιτιατ.:1) — вне, за пределами (чего-л.);έξω από
έξω από το σπίτι — вне дома;
2) кроме, за исключением;έξω από λίγα αυγά δεν εμεινε τίποτε άλλο — ничего не осталось, кроме нескольких яиц;
3) подольше от (кого-чего-л.);έξω από μας ( — или από λόγου μας) — подальше бы от нас;
§ έξω τόπου και χρόνου — вне времени и пространства;
έξω πάσης λογικής — против всякой логики;
γίνομαι ( — или είμαι) έξω φρενών ( — или εμαυτού) — выходить из себя, быть вне себя от злости;
είμαι έξω από κάθε υπόνοια — быть вне всякого подозрения;
τα λέω έξω από τα δόντια — говорить всё в лицо, напрямик, высказывать всё в глаза;
αυτό πιά είναι έξω από τα όρια — это уж сверх (всякой) меры; — это уж чересчур;
2. επίρρ.1) вовне, наружу;κυττάζω έξω — смотреть наружу (на улицу и т. п.);
πάμε έξω — выйдем во двор, пошли на улицу;
σκύβω έξω — высунуться наружу;
2) снаружи, вне помещения; на улице;όλη τη νύχτα μείναμε έξω — всю ночь мы были на у'лице;
μένω στο βαπόρι, δεν βγαίνω έξω — оставаться на пароходе, не сходить на берег;
3) за границей;σπουδάζω έξω — учиться за границей;
τα λεμόνια τα στέλνουν έξω — лимоны отправляют за границу;
4):από έξω — а) с наружной стороны, снаружи;
βάφω το σπίτι απ' έξω — покрасить дом снаружи; — б) наизусть, на память;
απ' έξω -άπ'έξω — а) стороной; — б) незаметно, намёками;
του τώφερε απ'έξω-απ'έξω — он ловко дал ему понять;
§ έξω - έξω на самом краю;
έξω! вон!;
έξω από δω! — вон отсюда!;
έξω φτώχεια! — с бедностью покончено!;
έξω νού! — выбрось всё из головы!; — плюнь (ты) на всё (разг);
βγάζω κάποιον έξω — прогонять, выгонять кого-л.;
ρίχνω έξω (τη βάρκα, το πλοίο) — сажать на мель (лодку, ко-
робль);τό ρίχνω έξω — пуститься в разгул;
γυρίζω τα μέσα έξω — выворачивать наизнанку;
μιά κι' έξω — разом;
απ' έξω κούκλα και μέσα πανούκλα — погов, сверху шёлк, а в брюхе щёлк;
3. (τό) внешний вид, наружная сторона (чего-л.);§ είμαι στα μέσα και στα έξω — быть важной фигурой;
τό έξω τ' αυγού και το μέσα τής ελιάς — погов. т тебе боже, что мне не тоже;
4. επίθ, άκλ.1) прям., перен. внешний;η έξω γωνία — внешний угол;
τα έξω πράγματα ( — или η έξω κατάσταση) — внешнеполитическая ситуация;
2) живущий за рубежом, вне страны;ο έξω ελληνισμός — греки, живущие вне Греции
-
10 καρύδι
τό1) орех (грецкий);2) адамово яблоко, кадык;3) коробочка хлопка;§ κούφια καρύδια — болтовня, вздор, глупости;
αυτό είναι σκληρό καρύδι — это твёрдый орешек, это очень трудная задача;
αυτό το καρύδι δεν είναι γιά τα δόντια σου — этот орешек тебе не по зубам;
θα σού στρίψω το καρύδι — я тебе шею сверну;
κάθε καρύδιας καρύδι — каждой твари по паре (о людях)
-
11 υπόθεση
[-ις (-εως)] η1) предположение, допущение; гипотеза;υπόθεση κάνω — это моё предположение;
2) дело; вопрос;επείγουσα (δίκαια) υπόθεση — срочное (справедливое) дело;
δήμόσιες ( — или κοινωνικές) υπόθέσεις — общественные дела;
η ουσία της υπόθεσης — суть дела;
υπόθεση της ειρήνης — дело мира;
καταπιάνομαι με την υπόθεση — приниматься за дело;
ας έρθουμε στην υπόθεση — перейдём к делу;
αότό είναι άσχετο με την υπόθεση — это к делу не относится;
είναι άλλη υπόθεση — это другое дело, это другой вопрос;
αυτό είναι δική μου υπόθεση — это моё дело;
είναι προσωπική του υπόθεση — это его личное дело;
δεν ανακατεύομαι σ' αυτή την υπόθεση — мне нет до этого дела;
γιά ατομική υπόθεση — по личному делу;
αυτή η υπόθεση έγινε το χειμώνα — дело было зимой;
3) сюжет, тема;η υπόθεση τού μυθιστορήματος ανάγεται είς... — события, описанные в романе, относятся к...;
4) юр. дело;αστική (ποινική) υπόθεση — гражданское (уголовное) дело;
κερδίζω την υπόθεση — выиграть дело;
§ επί τή υπόθέσει — а) предположим, допустим; — б) например;
καθ' υπόθεσιν — предположительно, условно
-
12 ἔργον
ἔργον, τό, Werk, Alles was jemand ausgeführt hat, Tat, Handlung, sowohl in guter als in schlechter Bedeutung. (1) im Allgemeinen die Tat, im Ggstz des Entschlusses; Gegensatz des Wortes, μῠϑος; nachdrücklich, ἔργῳ κοὐ λόγῳ τεκμαίρομαι, durch die Tat; im Ggstz von μῠϑος, ῥήματα; λόγῳ ἔργῳ, in der That, in Wirklichkeit entgeggstzt. (2) χωρῶ πρὸς ἔργον, ich gehe ans Werk, an die Ausführung; ταῠτά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ τὸ ἔργον προςῆγε, er führte es auch aus; ὥςτε εὐϑὺς ἔργου ἔχεσϑαι, sogleich ans Werk gehen, zur Ausführung schreiten; ὡς ᾐσϑάνετο ἐν ἔργῳ ὄντα τὸν Κῦρον, daß Kyrus bei der Ausführung, damit beschäftigt sei; τὸ μὲν ἐνϑύμημα χαρίεν ἐδόκει εἶναι, τὸ δὲ ἔργον ἀδύνατον, die Ausführung war unmöglich. (3) was jem. zu verrichten pflegt: Arbeit, Geschäft, Gewerbe, Tun, Verrichtung, ἔργον ἐποίχεσϑαι, an sein Werk, an den Webestuhl gehen; πᾶσαν γὰρ ὁμηλικίην ἐκέκαστο κάλλεϊ καὶ ἔργοισιν. ἰδὲ φρεσί, durch Schönheit, durch Arbeit u. Klugheit ausgezeichnet, durch das, was sie zu arbeiten verstand; πάντες ἀναπηδῶσιν ἐπ' ἔργον, σκυτῆς, βαλανῆς, sie gehen an ihr Geschäft, an ihre Arbeit; τὰ σαυτῆς ἔργα κόμιζε, besorge deine eigenen Geschäfte, bekümmere dich nicht um andere; ἔργα ϑεῶν, das Schalten u. Walten der Götter, die Göttergewalt; ἔργον ποιεῖσϑαί τι, etwas zu seiner Beschäftigung machen, seinen Fleiß darauf verwenden. Besonders (a) von der Feldarbeit, ἔργα ἀνδρῶν, ἀνϑρώπων, Arbeit, Geschäft der Männer, Landbau; ἔργον δέ μοι οὐ φίλον ἔσκεν, der Landbau war nicht meine Sache; dah. heißen ἔργα auch die bestellten Felder, Ländereien; πατρῴϊα ἔργα, die väterlichen Grundstücke; ἔργα Ἰϑάκης, Ithaka's bebaute Fluren. (b) γυναικῶν, die Verrichtungen der Frauen, bes. Weberei. (c) Kriegsarbeit, Kampf; οἱ ἐν τῷ ἔργῳ, die Kämpfenden; ἔργου ἔχεσϑαι, den Kampf beginnen; ἐν τῷ ἔργῳ, im Kampfe. (d) von anderen Beschäftigungen, ϑαλάσσια ἔργα, Meergeschäfte, sowohl Seefahrt, als Fischfang; φιλοτήσια, Werke der Liebe, Liebesgenuß. Vom Bergbau, τὰ ἔργα, Bergwerke. (4) Vrbdgn, wie σιγῇ τοὐμὸν ἔργον ἤνυτον, mein Geschäft vollbrachte ich schweigend; σὸν ἔργον ἐστί, es ist deine Sache, es kommt dir zu; ἐμὸν τόδ' ἔργον λοισϑίαν κρῖναι δίκην, es liegt mir ob, zu entscheiden; ἀνδρῶν τόδ' ἐστὶν ἔργον, das ist Sache der Männer; οὐδὲν ἔργον ταῦτα ϑρηνεῖσϑαι μάτην, es führt zu nichts; οὐ γὰρ ϑερμότητος ἔργον ψύχειν, ἀλλὰ τοῦ ἐναντίου, ist nicht Sache der Wärme, kommt ihr nicht zu. Auch c. dat., ἔκαιον οἷς τοῦτο ἔργον ἦν, denen dies aufgetragen war, oblag; γυναιξὶν ἔργον ἀϑερίζειν, es ist so ihre Sache, sie pflegen. Ähnl. ἔργον ἔχω τοῦτο σκοπεῖν, ich habe zum Geschäft, meine Sache ist; ἔργον ἔχειν δεόμενον τούτου κοινωνεῖν τοὺς παρόντας, er ließ sich angelegen sein, zu bitten, daß die Anwesenden Theil nähmen. Mit Nachdruck, ἔργον ἐστί, es ist ein Stück Arbeit, es macht Mühe, es ist schwer; οὐκ ὀλίγον ἔργον αὐτὸ εἶναι, es sei keine kleine Sache; παρέσχε μοι ἔργον πλεῖστον, machte mir viel zu schaffen; ἐνταῠϑα δὴ πολλῆς φυλακῆς ἔργον, es ist nötig, tut Not; σιγᾷς, σιωπῆς δ' οὐδὲν ἔργον ἐν κακοῖς, Schweigen tut nicht Not, hilft Nichts, ist Nichts nütze; τί δῆτα τόξων ἔργον, was ist denn da der Bogen nötig; auch c. inf., οὐδὲν ἔργον ἑστάναι, es hilft nichts, hier zu stehen; οὐκ ἂν μακρῶν ἔϑ' ἧμιν οὐδὲν ἂν λόγων τόδ' εἴη τοὔργον, hier gilt's nicht, viele Worte machen; οὐδὲν λευκῶν ὀδόντων ἔργον ἔστ' ἢν μή τι καὶ μασῶνται, die Zähne nützen zu nichts; ἐπέδρης μὴ εἶναι ἔργον τῇ στρατιῇ, die Belagerung nütze nichts; ὡς οὐδὲν ἦν ἔργον αὐτοῦ κατατείναντος, da er durch seine Anstrengung nichts ausrichtete. (5) das durch die Arbeit Hervorgebrachte: das Werk, die Arbeit; γυναικῶν, Webereien; ἔργον λώτινον, aus Lotus gemacht; von einer Bildsäule; τῶν ἔργων ἀπρασίαν εἶναι, die Arbeiten könnten nicht verkauft werden; καὶ μηχαναί, von Belagerungswerken; von Werken des Geistes, Schrift, Buch; das durch den Wettkampf Errungene, der Sieg im Wettkampf. Übh. der Erwerb, dah. die Zinsen eines Kapitals, die das Geld erarbeitet hat, τό τε ἀρχαῖον καὶ τὸ ἔργον τῶν δώδεκα ἐτῶν, Kapital u. Zinsen von zwölf Jahren. (6) übh. Sache, Ding, Gegenstand, wie χρῆμα, πρᾶγμα, z. B. εἰ δὴ σοὶ πᾶν ἔργον ὑπείξομαι ὅ, ττι κεν εἰπῃς, in allem, was du sagen magst; ὃπως ἔσται τάδε ἔργα, wie diese Sachen ablaufen werden; μέγα ἔργον, ein großes Stück, von einem Steine. Dah. umschreibend; τὸ ἔργον τῆς ϑήρας, das Waidwerk -
13 ανησυχήσαμε!
Κάθε ανησυχήσαμε!ο! мы Вас потревожили! — Нисколько (или Напротив);άλλ· αντ· ανησυχήσαμε!ων — бессвязная речь, чепуха;
λέγω άλλ· αντ· ανησυχήσαμε!ων — говорить ерунду, нести чепуху;
χωρίς ( — или δίχως — или τό δίχως) ανησυχήσαμε!ο — непременно, обязательно; — безотлагательно, срочно;
δίχως ανησυχήσαμε! θα φύγω αύριο — завтра я непременно уеду;
τό δίχως ανησυχήσαμε!ο να μού επιστρέψεις το βιβλίο — обязательно верни мне книгу;
απ' τη μιά..., απ· την ανησυχήσαμε!η... — с одной стороны..., а с другой стороны...;
εξ ανησυχήσαμε!ου — к тому же, кроме того;
μεταξύ ανησυχήσαμε!ων — между прочим;
ανησυχήσαμε! τόσος — в два раза больший;
ανησυχήσαμε!οι τόσοι — ещё столько же;
ανησυχήσαμε!ο τόσο να... — чуть было не...;
ανησυχήσαμε!ο τόσο να σε πίστευα — я чуть было не поверил твоим словом;
ανησυχήσαμε!ο πάλι (αυτό) — хорошенькая история!, хорошенькое дело!, вот ещё новость!;
τίποτε ανησυχήσαμε!ο — а) ничего больше; — б) что-л, ещё;
τίποτε ανησυχήσαμε!ο παρά... — не что иное, как;
ανησυχήσαμε!ο τίποτε! — сколько угодно!;
εδώ από χασομέρηδες ανησυχήσαμε!ο τίποτε — здесь полно бездельников;
ανησυχήσαμε!α λόγια βρε παιδιά — переменим разговор;
αυτό είναι αλλουνού παπά βαγγέλιο а) это из другой оперы; б ) это не в моей компетенции;ανησυχήσαμε!οι σκάφτουν και κλαδεύουν κι' ανησυχήσαμε!οι πίνουν και μεθάνε — посл, одни сажают, а другие плоды пожинают;
ανησυχήσαμε!α λογαριάζει ο γάιδαρος κι· ανησυχήσαμε!α ο γαϊδουριάρης — или ανησυχήσαμε!οι μεν βουλαί ανθρώπων ανησυχήσαμε!α δε θεός κελεύει — посл, человек предполагает, а бог располагает;
ανησυχήσαμε!α τα μάτια τού λαγού κι· ανησυχήσαμε!α της κουκουβάγιας посл ≈ — то, да не то;
Федот, да не тот;2. (ο) 1) кто-то; кто-нибудь;ανησυχήσαμε!οι μεν..., ανησυχήσαμε!οι δε — кто... кто...; — одни... другие...;
ανησυχήσαμε!οι διαβάζουν ανησυχήσαμε!οι γράφουν — кто читает, кто пишет;
ανησυχήσαμε! δεν θέλει να εργασθεί πώς θα τον εξαναγκάσεις; — если кто-то не хочет работать, разве его заставишь?;
2) другой; иной;κάποιος ανησυχήσαμε! — кто-то другой;
καί ο ένας και ο ανησυχήσαμε! — и тот и другой;
ούτε ο ένας ούτε ο ανησυχήσαμε! — ни один ни другой;
ο ένας... ο ανησυχήσαμε!... — один... другой...;
φροντίζω γιά τούς ανησυχήσαμε!ους — заботиться о других;
σ' ανησυχήσαμε!ον αυτό μπορεί να μην αρέσει — иному это может не понравиться;
ο ένας μετά τον ανησυχήσαμε!ον — или ο ένας κατόπιν τού ανησυχήσαμε!ου — или ο ένας πίσω απ· τον ανησυχήσαμε!ο — друг за другом, один за другим;
ο ένας από τον ανησυχήσαμε!ον — друг от друга;
ο ένας στον ανησυχήσαμε!ον — друг другу;
ο ένας τον ανησυχήσαμε!ον — или ο μιά την ανησυχήσαμε!η — или τό ένα το ανησυχήσαμε!ο — друг друга, один другого;
ο ένας γιά τον ανησυχήσαμε!ον — друг о друге;
ο ένας κοντά στον ανησυχήσαμε!ον — а) один около другого, друг около друга; — б) один за другим, друг за другом;
ο ένας επάνω στον ανησυχήσαμε!ο — один на другом, друг на друге;
ο ένας ενάντια στον ανησυχήσαμε!ο — или ο ένας κατά τού ανησυχήσαμε!ου — друг на друга, друг против друга, один против другого;
ο ένας με τον ανησυχήσαμε!ο (η μιά με την ανησυχήσαμε!η, το ένα με το άλλο) — а) друг с другом;
б) в среднем;τα καρπούζια μου κοστίζουν μιά δραχμή το ένα με το ανησυχήσαμε!ο — мои арбузы стоят в среднем по одной драхме за штуку
-
14 θάνατος
ο1) смерть (тж. о животном, растении); кончина;φυσικός (βίαιος) θάνατος — естественная (насильственная) смерть;
αίφνίδιος θάνατος — скоропостижная смерть;
μετά -ατον посмертно;σε περίπτωση -ατού в случае (или на случаи) смерти; 2) перен. смерть, гибель;πολιτικός θάνατος — гражданская смерть;
ηθικός θάνατος — нравственное падение;
αυτό είναι θάνατος γιά μάς — это для нас гибель, катастрофа;
του είναι θάνατος η παύση του από την εργασία — увольнение с работы для него равносильно смерти;
3) потеря (разума, рассудка и т. п.);θάν της μνήμης — потеря памяти;
§ σιγή -ατού гробовое молчание;μισώ μέχρι -ατού смертельно ненавидеть; μάχομαι μέχρι -ατού сражаться не на жизнь, а на смерть; είμαι μεταξύ ζωής και -ατού быть между жизнью и смертью;είναι γιά θάνατο — его дни сочтены (о больном);
καταδικάζω σε θάνατό — выносить смертный приговор
-
15 πρά(γ)μα
τό1) вещь;θαυμάσιο πρά(γ)μα — отличная вещь;
2) урожай;τό αμπέλι κάνει πολύ πρά(γ)μα. — виноградник даёт богатый урожай;
3) товар;4) дело; происшествие, событие;μ6*ς είπε πώς έγινε το πρά(γ)μα — он нам рассказал, как было дело;
τό πρά(γ)μα έφτασε μέχρι... — дело дошло до...;
τί πρά(γ)μα; — что такое?, в чём дело?;
σπουδαίο (τό) πρά(γ)μα! — подумаешь, какое важное дело!;
αυτό είναι άλλο πρά(γ)μα — это другое дело;
5) факт;θέλω πράγματα κι' όχι παραμύθια мне нужны факты, а не сказки; 6) πλ. вещи, багаж; άφησε τα πράγματα στο σταθμό он оставил вещи на вокзале; 7) πλ. дела, положение; обстоятельства; τα πράγματα δεν πάνε καλά дела неважные; όταν αλλάξουν τα πράγματα когда изменится положение; τα πράγματα ήρθαν ευνοϊκά обстоятельства сложились благоприятно; 8) занятие, дело; τα δημόσια πράγματα общественные дела; государственные дела; αυτός ανακατεύεται σε πολλά πράγματα он берётся за многие дела; 9) πλ. поведение, поступки; τί πράγματα είναι αυτά; разве можно так поступать (так себя вести)?; 10) элемент, составная часть; από τί πράγματα αποτελείται; из чего это состоит?; 11) женский половой орган; 12) πλ. скот;§ πρά(γ)μα καθ' εαυτό — филос, вещь в себе;
είμαι στα πράγματα быть у власти;τί πρά(γ)μα είναι αυτός; — что он за человек?;
κάθε πρά(γ)μα στον καιρό του κι' ο κολιός τον Αδγουστο — погов, всякому овощу своё время
-
16 πρά(γ)μα
τό1) вещь;θαυμάσιο πρά(γ)μα — отличная вещь;
2) урожай;τό αμπέλι κάνει πολύ πρά(γ)μα. — виноградник даёт богатый урожай;
3) товар;4) дело; происшествие, событие;μ6*ς είπε πώς έγινε το πρά(γ)μα — он нам рассказал, как было дело;
τό πρά(γ)μα έφτασε μέχρι... — дело дошло до...;
τί πρά(γ)μα; — что такое?, в чём дело?;
σπουδαίο (τό) πρά(γ)μα! — подумаешь, какое важное дело!;
αυτό είναι άλλο πρά(γ)μα — это другое дело;
5) факт;θέλω πράγματα κι' όχι παραμύθια мне нужны факты, а не сказки; 6) πλ. вещи, багаж; άφησε τα πράγματα στο σταθμό он оставил вещи на вокзале; 7) πλ. дела, положение; обстоятельства; τα πράγματα δεν πάνε καλά дела неважные; όταν αλλάξουν τα πράγματα когда изменится положение; τα πράγματα ήρθαν ευνοϊκά обстоятельства сложились благоприятно; 8) занятие, дело; τα δημόσια πράγματα общественные дела; государственные дела; αυτός ανακατεύεται σε πολλά πράγματα он берётся за многие дела; 9) πλ. поведение, поступки; τί πράγματα είναι αυτά; разве можно так поступать (так себя вести)?; 10) элемент, составная часть; από τί πράγματα αποτελείται; из чего это состоит?; 11) женский половой орган; 12) πλ. скот;§ πρά(γ)μα καθ' εαυτό — филос, вещь в себе;
είμαι στα πράγματα быть у власти;τί πρά(γ)μα είναι αυτός; — что он за человек?;
κάθε πρά(γ)μα στον καιρό του κι' ο κολιός τον Αδγουστο — погов, всякому овощу своё время
-
17 ποτήρι
τό1) стакан;ήπια ένα ποτήρι γάλα — я выпил стакан молока;
με το ποτήρι — стаканами;
2) рюмка; бокал;3) перен. (горькая) чаша;θα το πιούμε κι' αυτό το ποτήρι — придётся испить и эту чашу;
τό ποτήρι (υπομονής) ξεχείλισε — чаша (терпения) переполнилась;
§ αυτό είναι γερό ποτήρι — он много пьёт и не пьянеет
-
18 αυτόχρημα
κπίρρ.1) действительно, в. самом деле; 2) совершенно, полностью;αυτό είναι αυτόχρημα ήλιθιότης — это совершенный идиотизм;
είναι αυτόχρημα συκοφάντης — он настоящий клеветник
-
19 ευνόητος
η, р [ος, ον ]1) ясный, понятный, легко постигаемый, вразумительный; 2) ясный, очевидный;αυτό είναι ευνόητο — это ясно, это очевидно;
§ ευνόητον είναι — само собой разумеется
-
20 εἰμί
εἰμί быть (ср. лат. esse) inf. εἰναι ἔοτιν есть, имеется в наличии ἔστιν ὅστις ['есть, кто...'] имеющийся в известном количестве εἴμι идти (praes. часто в смысле fut. пойду) (inf. ἰέναι) (sуn. ἔρχομαι) ἐπὶ τὸ αὐτὸ εἶναι находиться вместе, сходиться
См. также в других словарях:
Μουσείο Διονυσίου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (Ζακύνθου) — Αυτό το σημαντικό για τη Ζάκυνθο ιστορικό μουσείο λειτουργεί από το 1966, σε ένα κτίριο που χτίστηκε μετά τους σεισμούς του 1953 στη θέση του ναού του Παντοκράτορα, ο οποίος καταστράφηκε (πλατεία Αγίου Μάρκου). Το 1992 άρχισαν οι εργασίες… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek